ἐκτέρισε

ἐκτέρισε
κτερίζω
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κτερεΐζω — και κτερίζω (Α) [κτέρεα] 1. ενταφιάζω, θάβω με τις πρέπουσες τιμές (α. «σὸν ἑταῑρον ἀέθλοισι κτερέϊζε», Ομ. Ιλ. β. «τούσδ εἷς τάφος ἐκτέρισε», Σιμων.) 2. φρ. «κτέρεα κτερεΐζω» ή «κτέρεα κτερίζω» απονέμω τις ύστατες τιμές σε νεκρό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”